- ὑστερογενῶν
- ὑστερογενήςnot appearing until after the birthmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
βλάκας — ο, η (AM βλάξ, βλακός, ο, η) μωρός, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βλάξ φέρει επίθημα ᾱκ , που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων της αττικής κυρίως κωμωδίας (πρβλ. γαύρᾱξ, πλούτᾱξ, στόμφᾱξ κ.ά). Πρόκειται μάλλον για πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… … Dictionary of Greek
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek